εθνοπρεπής

εθνοπρεπής
ης, ες достойный своей нации; соответствующий национальным традициям; патриотический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εθνοπρεπής" в других словарях:

  • εθνοπρεπής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, που πρέπει (αρμόζει) στο έθνος, ο σύμφωνος με την ιστορία και τις παραδόσεις του: Εθνοπρεπής αγωγή των νέων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εθνοπρεπής — ές αυτός που ταιριάζει στο έθνος ή είναι σύμφωνος με την ιστορία και τις παραδόσεις του. [ΕΤΥΜΟΛ. < έθνος + πρεπής < πρέπω. Η λ. μαρτυρείται από το 1881] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»